Greek

International Challenge

 

 

«Θα με σκοτώσεις;» ο άνδρας ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Όχι αυτό ότι παιδί μοιάζει ακίνδυνο.

«Για να δούμε» αποκρίθηκε ο άλλος απειλητικά πλέον, σοβαρός, το βλέμμα του έδειχνε πως δεν παίζει.

«Μπλοφάρεις» είπε με τρεμάμενη φωνή ψάχνοντας δεξιά και αριστερά για ένα άνοιγμα, για ένα τρόπο διαφυγής.

«Αλήθεια;» ο Μινσέοκ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, μια τελευταία ματιά, ένα τελευταίο μειδίαμα. Τράβηξε την σκανδάλη και τέλος.

Αυτό ήταν το αγαπημένο του μέρος. Η στιγμή που οι άλλοι καταλάβαιναν πως ίσως αυτός ο άνδρας με το νεανικό πρόσωπο που τους ακολούθησε δεν είναι ένα αθώο παιδί αλλά κάπως που πιθανότατα κρατά ένα αληθινό όπλο. Έτσι γινόταν κάθε φορά, αμφέβαλαν μέχρι και την τελευταία στιγμή με την ψευδαίσθηση πως ίσως όλα αυτά να ήταν μια πλάκα, ένα ψέμα, μια ψευδαίσθηση. Κάποιοι πιο ψωνισμένοι νόμιζαν πως επρόκειτο για κρυφή κάμερα και προσπαθούσαν να φανούν κούλ. Το λάτρευε όταν το ψωνισμένο τους χαμόγελο έφευγε για να αντικατασταθεί από το φόβος που πλημμύριζε τα μάτια τους καθώς τραβούσε τη σκανδάλη.

Χαμογέλασε στη σκέψη, ναι αυτό το είδος ανθρώπων ήταν το αγαπημένο του όταν σκότωνε. Στάθηκε πάνω από το τελευταίο του θύμα και τον γύρισε ανάποδα με το πρόσωπο προς το δρόμο. Έκρυψε το όπλο του στη θήκη και γύρισε να φύγει. Ακόμη μια επιτυχημένη νύχτα.

Έκατσε στο ξεθωριασμένο του καναπέ, ένα ποτήρι ουίσκι ανά χείρας, μόνο το φως της τηλεόρασης φώτιζε το δωμάτιο. Χάζευε λίγο στην τηλεόραση αδιάφορα, χαμένος στις σκέψεις του. Ήταν ένα ευχάριστο απόγευμα, όπως πολλά άλλα. Πώς καιρός πάει από τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορία; Ήταν ένας απλός έφηβος τότε που έψαχνε για λεφτά. Ήταν καλός σ’ αυτό, στο να σκοτώνει ανθρώπους, αλλά από την άλλη του άρεσε κιόλας. Του άρεσε να βλέπει το φόβο να διαγράφεται στα μάτια τους, την απόγνωσή τους, και να ακούει τις κραυγές τους για βοήθεια.

Ήταν διεστραμμένος άραγε; Μπα, δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό. Απλά συνέχισε να κάνει αυτή τη δουλειά και μετά που τελείωσε και μάζεψε τα λεφτά που ήθελε απλά και μόνο για την ευχαρίστηση που του προσέφερε. Αλλά ακόμα κι έτσι προσπαθούσε να μην σκοτώνει αθώους ανθρώπους, του άρεσε να σκοτώνει αλλά όχι αχάριστος. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή. Προτιμούσε αυτούς που με κάποιον τρόπο είχαν αμαυρώσει το ποινικό τους μητρώο, μια κλοπή, ένα βιασμό, μια δολοφονία, ναρκωτικά και άλλα παρεμφερή. Ίσως αυτός ήταν ο τρόπος του να εκλογικεύσει τις πράξεις του, να πιστέψει πως παρ’ όλους τους φόνους που έχει διαπράξει έχει προσφέρει κάτι καλό, να αγνοήσει τη σκέψη πως είναι ένας δολοφόνος κατά συρροή.

Κι έτσι πέρασαν δέκα χρόνια πάνω κάτω από όταν ξεκίνησε. Δέκα χρόνια και κανένας δεν τον έχει πιάσει. Βέβαια ήταν πάντα μεθοδικός, κάλυπτε τα ίχνη του. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο που ακολουθούσε, όχι πλέον τουλάχιστον που έκανε τι έκανε για δική του ευχαρίστηση. Όπλα, μαχαίρια, γροθιές ,οτιδήποτε έχει δοκιμάσει τα πάντα. Δημόσια, στο σπίτι του θύματος, σε ξενοδοχεία, ερειπωμένα κτήρια, παντού. Δεν είναι επιλεκτικός, αρκεί το θύμα του να πεθαίνει με το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια του.

 

Είναι μια όμορφη βραδιά και πάλι, όχι πολύ ζεστή όχι πολύ κρύα, έναστρη βραδιά. Του είχε τελειώσει το φαγητό στο σπίτι και αποφάσισε να πεταχτεί μέχρι το ψιλικατζίδικο δίπλα στο σπίτι του. Προχωρούσε άσκοπα ανάμεσα στους διαδρόμους προσπαθώντας να βρει κάτι να κατευνάσει την πείνα του.

Πίσω από ένα από τα ράφια τον είδε. Έναν άνδρα, ίσως νεότερο από τον ίδιο. Ήταν όμορφος αλλά το βλέμμα του έφερε κάτι το αμαρτωλό το οποίο ο Μινσεόκ δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και ο Μινσεόκ ένιωσε το ενδιαφέρον του να εξάπτεται. Δεν είχε σκοτώσει κανέναν εδώ και μια βδομάδα και αυτό το άτομο δεν πληρούσε ακριβώς τα κριτήριά του. Όχι, αυτός ο άνδρας ήταν πολύ όμορφος, νέος, ίσως αφελής, θα ήταν κρίμα να σκοτώσει κάποιον σαν κι αυτόν αλλά το ήθελε. Ο Μινσεόκ το ήθελε επειδή ήξερε ότι θα νιώσει τόση ευχαρίστηση μετά που θα το έκανε.

Έμεινε στο ψιλικατζίδικο μέχρι που ο άλλος άνδρας έφυγε, ακολουθώντας τον από πίσω σαν μια δεύτερη σκιά. Ήταν λες και ο άλλος το έκανε επίτηδες, οδηγώντας τον Μινσεόκ όλο και πιο βαθιά στους σκοτεινούς δρόμους μιας άδειας πολύς στη μέση της νύχτας, δρομάκι δρομάκι μέχρι που εφτάσαν σε αδιέξοδο. ‘ Πρέπει να ξέρει’ σκέφτηκε ο Μινσεόκ ‘Πρέπει να προσπαθούσε να βρει κάποιον τρόπο διαφυγής. Κρίμα που δεν θα γίνει κάτι τέτοιο, κρίμα που όλα τελειώνουν εδώ’.

«Έχεις ταλέντο στο να ακολουθείς τους άλλους χωρίς να γίνεσαι αντιληπτός» αποκρίθηκε ο άλλος άνδρας με την πλάτη του γυρισμένη στο Μινσεόκ.

Με κάποιο παράξενο τρόπο δεν ακουγόταν φοβισμένος παρά ενθουσιώδης. ‘ένα ακόμα ψώνιο λοιπόν’ σκέφτηκε ο Μινσεόκ ‘Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον’.

«Κάνω ότι καλύτερο μπορώ» απάντησε.

Ο άλλος άνδρας γύρισε να τον κοιτάξει, ήρεμος, τόσο ήρεμος, ούτε ίχνος φόβου, όμορφος τόσο όμορφος.

«Πώς το κάνεις συνήθως Μινσεόκ;» ρώτησε.

«Πως ξέρεις το όνομά μου, ….;» ο Μινεόκ άφησε να εννοηθεί. Αυτός ο άνδρας ήξερε το όνομά του, εντυπωσιακό, μήπως το είχε ξανασυναντήσει; Δεν θυμόταν. Θα έπρεπε να τον φοβάται; Όχι ο Μινσεόκ δεν φοβόταν ποτέ, γιατί ο Μινσεόκ δεν είχε τίποτα να χάσει.

«Συγνώμη δεν συστήθηκα. Λουχάν, το όνομά μου είναι Λουχάν. Λοιπόν, πώς γίνεται συνήθως;» ρώτησε ξανά ο Λουχάν. Όχι αυτός δεν ήταν ψώνιο. Αυτός απλά ήξερε και αυτός έξαπτε το ενδιαφέρον του Μινσεόκ ακόμα περισσότερο.

«Α τίποτε το ιδιαίτερο. Τους ακολουθώ, τους στριμώχνω τους ακούω να φωνάζουν για βοήθεια και τους σκοτώνω. Θέλεις κάποια ειδική περιποίηση;» ο Μινσεόκ κοίταξε τον άλλο, προκαλώντας τον.

«Πρακτικός, πάντα πρακτικός. Έπρεπε να το ξέρω» ο Λουχάν σχολίασε, τα μάτια του κολλημένα στο Μινσεόκ.

«Το λες σαν να με παρακολουθείς» πρότεινε ο Μινσεόκ, ακόμα από το σημείο στο οποίο βρισκόταν χωρίς να έχει κάνει καμία κίνηση να τραβήξει το όπλο του.

«Χμμ» ο Λουχάν χαμογέλασε πονηρά. «Ας πούμε πως δεν είσαι τόσο καλός στο να καλύπτεις να ίχνη σου. Έχω γίνει μάρτυρας σε αρκετούς από τους φόνους σου»

«Είσαι φαν;» τώρα χαμογελούσε και ο Μινσεόκ «Θα έπρεπε να νιώθω κολακευμένος;» έγειρε το κεφάλι του στο πλάι ζυγίζοντας την απόσταση μεταξύ τους. Δεν ήταν αρκετά κοντά.

«Θα με σκοτώσεις, Μινσεόκ;» είπε ο Λουχάν μικραίνοντας την απόσταση μεταξύ τους, η φωνή του σταθερή, ήρεμη, ελκυστική και ο Μινσεόκ δεν θα παραδεχόταν ποτέ τι τον έκανε αυτό να νιώθει.

Κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Η ατμόσφαιρα βαριά. Κανένας δεν κουνήθηκε για μια στιγμή. Περίμεναν. Ποιος ήταν γενναίος αρκετά. Ποιος ήταν απερίσκεπτος αρκετά.

Ο Λουχάν όρμησε μπροστά, σπρώχνοντας τον Μινσεόκ με την πλάτη στον τοίχο, εγκλωβίζοντάς τον. Όχι ο Μινσεόκ δεν φοβόταν, ο Μινσεόκ εν φοβόταν ποτέ. Έγειρε το κεφάλι του και πάλι στο πλάι, μια πρόσκληση.

Ο Λουχάν έγειρε κοντά και φίλησε τον άλλο, απεγνωσμένα, ξανά και ξανά.

«Μου έλειψες» είπε λαχανιασμένος μόλις χωρίστηκαν.

«Κι εμένα» είπε ο Μινσεόκ τραβώντας τον άλλο κοντά και πάλι για ένα ακόμα φιλί.

  


¯\_(ツ)_/¯

Like this story? Give it an Upvote!
Thank you!

Comments

You must be logged in to comment
lucky_s
#1
Chapter 2: Haha..... Now I look into the pic after reading this ...so those are really bullets not love bullets lol
lucky_s
#2
Chapter 2: oh..oh...did I miss any hint ??
I am sure they are evil twins ..sorry ...I mean evil lovers ...Love it !!
annarotring
#3
Chapter 1: εντάξει, ένα μικρό σοκ το επαθα όταν άνοιξαν την σελίδα και βρέθηκα να διαβάζω ελληνικά, δεν υπάρχουν πολλοί έλληνες φανς! Να σου πω δεν το περίμενα!Από χτες εχω αρχίσει να διαβάζω τις ιστοριες σου και μπορώ να πω πως μαρεσουν παρά πολύ!! Έχουν ένα βάθος το οποίο δεν το βρίσκεις συχνά!!
debbyeveline
#4
Chapter 2: Oh my god. HOMYGOD

so minseok was originally luhan's lover or something jskskakalNzjzhzhanakaowns8xuHqnqiw

I always love this kind of fic.
Minseok's alluring look prolly covered all his sins
debbyeveline
#5
Chapter 1: I'M SURE THIS IS GOOD BCS COMMENTS
debbyeveline
#6
Chapter 1: Kate what is this. Google trans trolled me
m_riefkohl
#7
Chapter 2: uhhhh that was not what I expected haha but I really liked it! ^^
nyamsong #8
Chapter 2: (((o(*゚▽゚*)o))) i swear i'm gonna read this so many times until i can fluently read it in greek asdfghjkl i was thrilled for a sec just before the ending hahaha (=゚ω゚)ノ ευχαριστώ πολύ για αυτό (*^◯^*)